20/1/09

Για μια και μόνο παράσταση


Αποφασίσαμε να παρουσιάσω το κείμενο «προς τι ακόμα η φιλοσοφία» σε ένα σεμινάριο που έχει τον τίτλο «φιλοσοφία και κοινωνικές επιστήμες». Αλλά στο ίδιο το κείμενο δεν είναι έντονα παρούσες οι κοινωνικές επιστήμες, έτσι συμπέρανα ότι αυτή η παρουσίαση δεν θα έπρεπε να είναι μια ανάλυση του ίδιου του κείμενου άλλα μια άσκηση πάνω στον τίτλο του. Είπα λοιπόν να χρησιμοποιήσω τον τίτλο σαν αφετηρία και αφορμή, να προσπαθήσω να πάρω τη θέση του γράφοντος και να κάνω έναν φιλοσοφικό στοχασμό ξεκινώντας και επιμένοντας στο τίτλο στο ερώτημα: «προς τι ακόμα η φιλοσοφία»… για να φτάσω σε ένα «προς τι ακόμα η φιλοσοφία για τις κοινωνικές επιστήμες», πέρα από το συγκεκριμένο κείμενο, τον Adorno και ολόκληρη τη κριτική θεωρία (Ο Καρτέσιος αναφέρει σαν άσκηση την προσπάθεια να σκεφτούμε το περιεχόμενο των βιβλίων κοιτώντας το τίτλο τους, αλλά έχουν ήδη περάσει αιώνες απ’ αυτή την άσκηση της μεγάλης επανάστασης απέναντι στις αυθεντίες που ονομάσαμε διαφωτισμό). Αυτό που με ξάφνιασε ήταν η διαπίστωση ότι ο Adorno τελικά δεν κάνει έναν απλό φιλοσοφικό στοχασμό πάνω στην αναγκαιότητα της φιλοσοφίας, δε προσπαθεί να τη σώσει ως αυτό που είναι. Αυτό που κάνει το κείμενο είναι να ΠΡΟΧΩΡΑ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΟΠΩΣ ΑΥΤΟ ΤΙΘΕΤΑΙ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ. Έτσι, ο Adorno, παίζει με τις προσδοκίες του αναγνώστη, τον ξεγελά προσποιούμενος ότι ενδιαφέρεται κι αυτός με τους ίδιους όρους για την υπεράσπιση του φιλοσοφικού λόγου, ενώ εκθέτει τους όρους αυτής της υπεράσπισης η οποία αποδέχεται τα επιχειρήματα των κατηγόρων της, που δέχεται να υποθέσει ότι η φιλοσοφία μπορεί να μην έχει ΠΙΑ ούτε καν λόγο ύπαρξης.
Μ’ αυτό τον τρόπο το ερώτημα απομακρύνεται από την αρμοδιότητα ενός σχολαστικισμού ή μιας σχολικής φιλοσοφίας και αναδιατυπώνεται με τη μορφή της κριτικής ως καθαρά φιλοσοφικό. Έτσι, ο Adorno δε μας απάλλαξε πριν 48 χρόνια δίνοντας μας μια σταθερή απάντηση, αλλά μας παγίδεψε σε μια νέα απορία. Αυτή η ειρωνική παγίδα έμεινε κρυμμένη στις σημειώσεις του, κρατώντας το κείμενο της εισήγησης «η επικαιρότητα της φιλοσοφίας» αδημοσίευτο από το 1932 σκοπεύοντας να το αφιερώσει στον Benjamin, ως ηθικό αυτουργό μιας μεσσιανικής συνομωσίας. Η αποκαλυπτική λειτουργία της φιλοσοφίας κατά Μπένγιαμιν, την φέρνει σε αντίθεση με τη συσσωρευμένη γνώση ή με την ύπαρξη της ως εργασία, ως ένα επάγγελμα, μια διδασκαλία ή μια μαθητεία.
Το «προς τι ακόμα…» γράφτηκε για να μεταδοθεί από το ραδιοφωνικό σταθμό της Εσσης το 1962 και λίγο αργότερα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Merkur, ήταν η περίοδος που έγραφε την «αρνητική διαλεκτική», εξου και η συγγένεια με το εισαγωγικό της κείμενο. Πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι το 1971 –εννιά χρόνια μετά- ο Habermas στη μνήμη του Adorno έθεσε το ίδιο ερώτημα με τον ίδιο τίτλο. Η ανάγνωση του αυτή, αδιαφόρησε για τους υπαινιγμούς του κειμένου και πήρε τις μετρητής όσα αποσπάσματα χρειαζόταν για ένα ξεπέρασμά του Adorno μέσα απ’ τον Adorno, κηρύσσοντας μια στροφή της σχολής της Φραγκφούρτης. Το κείμενο του Adorno δημοσιεύτηκε στα Ελληνικά το 1975 εγκαινιάζοντας τη φιλοσοφική σειρά των εκδόσεων Έρασμος, και μέχρι σήμερα που το θέτουμε σαν αφετηριακό για το σεμινάριο μας
[1] δεν έπαψε να θεωρείται επίκαιρο.
Το ακόμα κάθε επικαιρότητας (ή χρηστικότητας) που καταγγέλλει ο τίτλος, είναι το πρώτο ερώτημα που πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε. Περισσότερο από έναν ακόμα ορισμό της φιλοσοφίας, θα μας ενδιέφερε ένας ορισμός του «ακόμα». Είναι το επίρρημα σε ένα ρήμα που απουσιάζει, μπορεί να είναι χρονικό αλλά και ποσοτικό και τέλος σημαίνει και σημαίνεται την στιγμή της εκφοράς του. Το ακόμα, φανερώνει ένα τέλος που έχει αναγγελθεί εδώ και καιρό και θα όφειλε να είχε έρθει. Τόσο από την «αστική» όσο και από την «μαρξιστική» σκέψη, η φιλοσοφία εμφανίζεται σαν το συγγενή που δε λέει να τα τινάξει, ενώ δεν έχει λόγο να κρατιέται στη ζωή. Το παρελθόν της φιλοσοφίας είναι φρικτό, αλλά σήμερα δεν έχει την επιθυμία και την ικανότητα να το επαναφέρει. Εχει απολέσει οριστικά τη παλιά κυριαρχία της. Από αυτό που ήταν παλιά έχει διατηρηθεί μόνο ως μια τεχνική, ως ένας ειδικός κλάδος. Το κείμενο μας εκθέτει τη διαλεκτική του φιλοσοφικού λόγου όπως φτάνει στην εποχή του (δηλαδή περίπου στην εποχή μας). Η φιλοσοφία δεν είναι ούτε για τον Adorno κάτι δεδομένο αλλά συγκροτείται διαλεκτικά μέσα στην ιστορία. Το ακόμα, που βάζει τη χρονική διάσταση ενός παρόντος, δεν είναι εδώ τόσο το «μετά το Άουσβιτς», όσο ένα τώρα της κατάστασης του φιλοσοφικού στοχασμού –και επιπλέον ένα παρόν που διαμεσολαβεί τη σχέση της θεωρίας με την πράξη. Σήμερα η φιλοσοφία, αντιμετωπίζει νέες αντινομίες και οφείλει να απορρίψει στη μορφή που εμφανίζονται, ως δηλαδή απλά δεδομένα, τα συστήματα, το γενικό, το αιώνιο, το καθολικό, τη μεταφυσική και να τα διατηρήσει ως αξιώσεις. Είναι αντινομίες που προσπαθώντας να επιλυθούν, συνδέονται, αλληλοφωτίζονται και συγκροτούν έναν αστερισμό.

Πως κατασκευάζει ο Adorno το ήθος του
Πρέπει να δούμε το πώς παρουσιάζεται αυτός που εκθέτει το ερώτημα, το πώς κατασκευάζει το ήθος του. Ο τρόπος φιλοσοφικής έκθεσης του κειμένου αποτελεί συνέπεια και εφαρμογή της φιλοσοφικής του θέσης. Θ’ ακολουθήσουμε τη προτροπή του Benjamin και θ’ αναζητήσουμε την αλήθεια στο τρόπο αυτής της φιλοσοφικής έκθεσης. Αποσιωπώντας το π.χ. δεν αναφέρει σχεδόν τίποτα για το πραγματικό κέντρο της διαλεκτικής του που είναι η ενδέκατη θέση του Μαρξ για τον Φόιερμπαχ
.Στήνοντας λοιπόν το ήθος του, αρχικά καθησυχάζει τον αναγνώστη για ένα αναμενόμενο «παρ’ όλα αυτά» (ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΡΧΕΤΑΙ), για την ειλικρινή του απορία και τον ερασιτεχνισμό του ερωτήματος του που έρχεται σε αντίθεση με την επαγγελματική του θέση. Ο ίδιος είναι, καταγγέλλει πάλι τον εαυτό του, μια αστική ύπαρξη, κάποιος που αν απαντούσε αρνητικά στο ερώτημα θα ήταν σα να αρνείται τον εαυτό του και θα έχανε (επιτελεστικά) τη δουλεία του. Ακριβώς έτσι εμφανίζεται η φιλοσοφία της εποχής του, σαν ένα γραφικό επάγγελμα, που μοιάζει με ερασιτεχνισμό. Μια δουλειά που έχει εγκλωβιστεί μαζί με τους τεχνίτες της σε μια αστική ύπαρξη. Πρώτα καταγγέλλει τον εαυτό του, και μετά μεταφέρει αυτές τις καταγγελίες στους φιλοσόφους της εποχής του και αποστασιοποιείται (ή τουλάχιστον αίρεται). Οι φιλόσοφοι της εποχής του, συνεχίζουν να κάνουν κάτι παλιό και περιττό. Είναι ένας αποκομμένος χώρος μέσα στο πανεπιστήμιο που συμβιβάζεται για να κρατηθεί ανοιχτό. Οι εργασίες που αναλαμβάνουν είναι συγκεκριμένες και αποκομμένες από αυτά που θα μπορούσαν να αφορούν πραγματικά τη φιλοσοφία. Η φιλοσοφία της εποχής του έχει αποδεχτεί αυτό το ρόλο και με αυτή οφείλει να συγκρουστεί Όσο για τις κοινωνικές επιστήμες, αυτές όσο και αν το προσπαθούν δε μπορούν να την αντικαταστήσουν, αφού περιορίζονται στην ανελευθερία των κανόνων που υπαγορεύει η οργάνωση της γνώσης και βυθίζονται στο λόγο του υποκειμένου, αποκομμένες από το αντικείμενο. Σ’ αυτή την τακτοποίηση της φιλοσοφίας ο Adorno αντιτείνει μια εγγενή αντίσταση του φιλοσοφείν, μια αντίσταση που είναι η πηγή ζωής της φιλοσοφίας. Καταλήγει λοιπόν σε μια ολοκληρωτική αντίσταση στην ιστορία της φιλοσοφίας, αντίσταση στην ιστορία των πραγμάτων, αντίσταση σ’ αυτό που υπηρετούν, αντίσταση στη δικαιολόγηση του υπάρχοντος. Αντίσταση τέλος στις αναμενόμενες απαντήσεις των σχολαστικών φιλοσόφων. Γιατί για τον Adorno η αντίσταση έχει γίνει κομμάτι του πυρήνα της κριτικής. Εξού και η εμμονή μας στο ίδιο το ερώτημα, στο υπερβατολογικό αίτημα να δούμε με ποιους όρους το ερώτημα έχει τεθεί. Έτσι, το ακόμη δεν πρέπει να ηχεί σαν ν’ απευθύνεται σε κάποιον που έπρεπε να είχε ήδη αποχωρίσει αλλά σαν πράξη αντίστασης. Το ακόμα τέλος, περιέχει την ειρωνεία να ρίχνει την υποψία του και σ΄αυτόν τον ίδιο που μας ιστόρει (δεν αποκλείει τον εαυτό του αφού αυτά τα προβλήματα δεν αφορούν μόνο κάποιες σχολές αλλά ένας ορατός κίνδυνός για κάθε φιλοσόφημα, είναι ένα γενικό αίτημα που αφορά και την ίδια την κριτική θεωρία).
«Έτσι το ερώτημα μας γίνεται: προς τι ακόμα αυτή η φιλοσοφία που υπηρετεί το υπάρχον, που το δικαιολογεί και σέρνεται πίσω του παιδιαρίζοντας. Αυτή είναι η εικόνα της φιλοσοφίας την εποχή του. Που βρίσκεται παγιδευμένη ανάμεσα στη φαινομενολογία και το θετικισμό. Θέλουμε να δούμε πως η φιλοσοφία σχετίζεται με τα άλλα πεδία του λόγου, και κυρίως τις κοινωνικές επιστήμες και πως αυτά την επηρεάζουν. Το βασικό στοιχείο που διαμεσολαβεί είναι η σχέση με την πραγματικότητα. Αφότου η φιλοσοφία, που δεν έχει καταφέρει να πραγματωθεί, επιστρέφει στον εαυτό της, εγκαταλείποντας τη πραγματικότητα, η σχέση τους διακόπτεται με καταστροφικές συνέπειες και για τις δύο, ο κλειστός πια κόσμος της φιλοσοφίας καταρρέει. Αυτή η φιλοσοφία που έχει απολέσει τη κοινωνική της λειτουργία, έχει αποτύχει να ανταπεξέλθει στα έντονα κοινωνικά ζητήματα, έχει αναθέσει αυτή τη λειτουργία στις κοινωνικές επιστήμες Οι κοινωνικές επιστήμες από τη μεριά τους διακηρύσσουν την απελευθέρωση τους από τη φιλοσοφία, αφήνονται χωρίς ενδοιασμούς να υπηρετήσουν το υπάρχον (όχι αυτό που υπάρχει αντικειμενικά, αλλά αυτό που διαμεσολαβείτε πλήρως από σχέσεις εξουσίας) –πώς να αντιμετωπίσουν τη γενικευμένη ετερονομία από τη περιορισμένη θέση τους. Όταν νοιώθουν την ανάγκη να συνδέσουν το συγκεκριμένο πεδίο τους με γενικότερους προβληματισμούς, τότε είναι που χρησιμοποιούν τα φιλοσοφικά σχήματα σα μεταμφίεση, όπως οι μάγοι τα τομάρια των ζώων.
(παρότι η φιλοσοφία είναι ηθοποιία ακριβώς όπως είναι και η μαγεία, δεν μπορεί να υπηρετήσει την εξαπάτηση, γιατί σε κάθε στιγμή της οφείλει να διατηρεί την αξίωση της αλήθειας).
Γιατί ο Adorno δεν αμφισβητεί ριζικά το φιλοσοφείν:
Όπως στον Αντορνικό λόγο υπάρχουν σημεία εστίασης όπου η φιλοσοφία βρίσκει το ταυτόν της στη κριτική, έτσι υπάρχουν και σημεία γενίκευσης που η λέξη φιλοσοφία ταυτίζεται με τη λέξη σκέψη. Η απόρριψη του φιλοσοφείν θα ήταν για τον Αντορνο η απόρριψη της σκέψης. Έτσι, είναι αναγκαίο ένα «παρ’ όλα αυτά» για τη φιλοσοφία, που δεν θα είναι ένα απλό χτύπημα στον ώμο, αλλά όπως είπαμε πράξη αντίστασης και πηγή ελπίδας και αυτό είναι το έργο της κριτικής.
Η φιλοσοφία, που ξεκινάει με το ερώτημα, γίνεται κριτική και ψάχνει τους όρους πίσω από το δεδομένο, μέσα από το αναστοχασμός οδηγείται σε μια εμφατική αλήθεια που της προσφέρεται σαν φιλοσοφικό επιχείρημα. «Η ζωή της [κριτικής] είναι τα σωστά επιχειρήματα. Οι στοχαστές αυτοί αντλούσαν την αλήθεια από την κριτική [όχι το αντίστροφο]. Μόνο η κριτική ως η ενότητα προβλήματος και επιχειρήματος, όχι η αποδοχή δοσμένων θέσεων, θέτει ως θεμέλιο αυτού που μπορεί να θεωρηθεί παραγωγική ενότητα της ιστορίας της φιλοσοφίας» σ.12 και πιο κάτω καταλήγει… «ΑΝ η φιλοσοφία είναι ακόμα αναγκαία, τότε είναι μόνο με το τρόπο που ήταν πάντα, δηλαδή ως ΚΡΙΤΙΚΗ» σ.15
1. ως αντίσταση στην ετερονομία
2. ως καταφύγιο στην ελευθερία
3. ως προσπάθεια της σκέψης
να μείνει κύρια του εαυτού της
να ελέγξει την αντεστραμμένη μυθολογία
να ελέγξει την προσαρμογή στην αν-αλήθεια
4. ως απόδειξή ότι η έννοια και η πραγματικότητα είναι η αναλήθεια
Η φιλοσοφία δεν μπορεί να παρουσιάζεται πια α-ιστορική, αποκομμένη από το κοινωνικό γίγνεσθαι, όπως κάνουν η φαινομενολογία και ο θετικισμός. Οι συμμετρίες αυτών των δύο αστερισμών δεν στρέφονται εναντίον της κριτικής, αλλά δημιουργούν την αντίσταση που χρειάζεται για να βάλει τα θεμέλια της με ένα τρόπο που απαντά εκ μέρους της «ναι ακόμα και τώρα».

Πέραν των αντορνικών παιγνίων θα συνοψίζαμε μια απάντηση στο ερώτημα «προς τι ακόμα η φιλοσοφία για τις κοινωνικές επιστήμες λέγοντας ότι:
Η εργασία του φιλοσοφικού αυτοστοχασμού συνίσταται στη διάλυση του παραδόξου των ορίων της γλώσσας: να πει αυτό που δεν μπορεί να λεχθεί. Σ.21 των ορίων της έννοιας: να πάει μέσω της έννοιας, πέρα απ’ αυτή. Να υπερασπιστεί τέλος την εμπειρία για χάρη των κοινωνικών επιστημών και ενάντια στο τρόπο που αυτές την χρησιμοποιούν ΑΔ.
Να πολεμήσει τις παραδοσιακές λειτουργίες της φιλοσοφίας,
να ακυρώσει τη παραδοσιακή φιλοσοφική αξίωση για το άπειρο σ.26
Να υπερασπιστεί μια μεταφυσική σε εμμενές πλαίσιο.
Να μην επιτρέψει την μάταιη αναστήλωση μιας παλιάς ενότητας. Σ.9
Η φιλοσοφία σήμερα δεν επιθυμεί να συνεχίσει να είναι ΑΚΟΜΑ αυτό που ήταν κάποτε.
Η φιλοσοφία, ακολουθώντας μια καντιανή ερμηνεία του Αντόρνο οφείλει να προτάξει το πρωτείο του αντικειμένου. Υπό αυτές τις συνθήκες γίνεται από την εμμενη κριτική (ή τον αντικειμενικό λόγο όπως θα προτιμούσε ο Horkheimer) η έκκληση για προτεραιότητα στο αντικείμενο ΑΔ216 Ο αναστοχασμός οφείλει να δείξει τη διαμεσολάβηση του εμπειρικού και του εμπράγματου, το πρωτείο των πραγματικών γεγονότων, την κοινωνική εργασία πίσω απ’ το εγώ, το ότι χωρίς το αντικείμενο το υπερβατολογικό υποκείμενο μένει παγιδευμένο στον μαγικό του καθρέφτη συγκροτεί πληθυσμούς χωρίς αυτοσυνείδηση.
Να καταγγείλει την απλοϊκότητα της αυθαιρεσίας της κίνησης, όχι πέραν, αλλά εντός των περιορισμένων δεδομένων.
Κεντρικό ζήτημα για τον Adorno είναι η 11η θέση για τον Φόιερμπαχ: «μέχρι σήμερα η φιλοσοφία ερμήνευε τον κόσμο, τώρα αυτός ο κόσμος πρέπει να αλλαχθεί». Θεωρώντας ότι η διαλεκτική θεωρίας και πράξης πρέπει να επανατεθεί με βάση τους ιστορικούς όρους, και να προστατευθεί ο στοχασμός από την καταπίεση της πολιτικής πρακτικής και της επικαιρότητας. Στις απόψεις που επικαλούνται την αντορνική αντιστροφή, το αίτημα τις επανερμηνείας του κόσμου μετά την αποτυχία αλλαγής του, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι ο Adorno, πεπεισμένος για την ανάγκη αυτής της αλλαγής, σήμερα θα συμφωνούσε με την άποψη του Χορχάιμερ ότι «σε ασυνήθιστες ιστορικές περιόδους μπορεί η φιλοσοφία να γίνει πολιτική. Τη περίοδο της Γαλλικής επανάστασης η φιλοσοφία δε θύμιζε τόσο λογική και επιστημολογία όσο τις επιθέσεις ενάντια στην ιεραρχία της εκκλησίας και στο απάνθρωπο νομικό σύστημα»…«καθήκον μας είναι να αγωνιζόμαστε συνεχώς για να μην απελπιστεί εντελώς η ανθρωπότητα από τα φοβερά δεινά του παρόντος, για να μη χαθεί από το πρόσωπο της γης η πίστη του ανθρώπου στη δυνατότητα πραγμάτωσης μιας αξιόλογης, ειρηνικής και ευτυχισμένης κοινωνίας». Φ&ΚΚ Σ.167
Στις διακηρύξεις του τέλους της, η φιλοσοφία συγκλίνει με τη τέχνη ως προς την αλήθεια που περιέχουν και ως προς την τάση τους να επιβιώνουν χάριν αυτής της αλήθειας και μιας συνείδησης ανάγκης σ22, όχι μόνο ελλείψει της πραγμάτωσης τους, αλλά και για να διατηρούν την ελπίδα ότι η ανελευθερία και η καταπίεση δε θα έχουν ίσως τη τελευταία λέξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου